Κυκλαδίτης

Κυκλαδίτης
ο, θηλ. Κυκλαδίτισσα
αυτός που κατάγεται από τις Κυκλάδες ή ο κάτοικος τών Κυκλάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κυκλάδες. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ από τον Ιω. Ψυχάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”